- καγιάκ
- Στενόμακρη βάρκα που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι κάτοικοι της Αρκτικής για να ψαρεύουν. Σήμερα χρησιμοποιείται από ορισμένους Εσκιμώους του Καναδά και της Γροιλανδίας. Ο διχτυωτός σκελετός του κ. κατασκευάζεται από ξύλο ή κόκαλο και καλύπτεται από δέρμα φώκιας. Κινείται με δύο μικρά κουπιά ή ένα διπλό και χάρη στην κατασκευή του μπορεί να διασχίζει το νερό με μεγάλη ταχύτητα.
Ένας τύπος κ. χρησιμοποιείται επίσης στο άθλημα της κωπηλασίας. Πρόκειται για μια στενή ελαφριά λέμβο χωρίς σκαρμούς, που κινείται με διπλό μονοκόμματο κουπί και διευθύνεται με ποδοκίνητο πηδάλιο. Το μήκος της κυμαίνεται από 2,5 έως 4 μ., ενώ ο σκελετός της κατασκευάζεται από πλαστικό και φάιμπερ γκλας. Το αθλητικό κ. έχει θέσεις για 1, 2 ή 4 κωπηλάτες, οι οποίοι κάθονται προς την κατεύθυνση της κίνησης, με τα πόδια απλωμένα και τοποθετημένα στο μπροστινό μέρος, ώστε να μειώνεται το κέντρο βάρους και να εξασφαλίζεται υψηλότερος βαθμός ευελιξίας.
Οι κωπηλάτες του αθλητικού καγιάκ έχουν τα πόδια τους απλωμένα και τοποθετημένα στο μπροστινό μέρος της βάρκας, έτσι ώστε να μειώνεται το κέντρο βάρους και να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το1. βάρκα από ξύλο και δέρμα την οποία χρησιμοποιούν οι Εσκιμώοι2. ελαφρά αγωνιστική λέμβος3. το αγώνισμα λεμβοδρομίας που διεξάγεται με τη λέμβο αυτή.
Dictionary of Greek. 2013.